ἐπιγαμίαν

ἐπιγαμίαν
ἐπιγαμίᾱν , ἐπιγαμία
additional marriage
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… …   Dictionary of Greek

  • ԽՆԱՄԵՆԱՄ — (եցայ.) NBH 1 0950 Chronological Sequence: 8c, 12c չ. ԽՆԱՄԵՆԱՄ ἑπιγαμίαν ποιέω, συνάττω κῆδος affinitatem ineo, contraho. որ եւ ԽՆԱՄԱՆԱԼ. *Խնամի լինել. առնել զխնամութիւն. տալ կամ առնուլ զդուստր. *Խնամացեալ ընդ ումումն քաջի: Լուեալ էր զխնամեալն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”